αλκαλικός


αλκαλικός
Προφορά

Ετυμολογία
αλκαλικός αλκάλιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλκαλικός -ή, -ό

✦ ο χαρακτηριστικός των αλκαλίων ή που περιέχει αλκάλια: αλκαλικές πηγές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.