αλκή
Προφορά
Ετυμολογία
αλκή αρχαία ελληνική ἀλκή, ρίζα ἀλκ > ἀλέξω (= αποκρούω)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλκή
✦ σωματική δύναμη, ευρωστία, ευψυχία: εννοώντας με τη λέξη «αρετή» όχι μόνο την ηθική ακεραιότητα, μα και την πνευματική και φυσική αλκή (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
ρώμη, σφρίγος
Αντίθετα
αδυναμία
Επιρρήματα
–