αλισβερίσι


αλισβερίσι
Προφορά

Ετυμολογία
αλισβερίσι └τουρκ┘alisveris (= πάρε δώσε)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το αλισβερίσι

✦ εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία: κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι (Δ. Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.