αλισίβα


αλισίβα
Προφορά

Ετυμολογία
αλισίβα └ιταλ┘lisciva

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλισίβα

✦ σταχτόνερο (νερό βρασμένο με στάχτη), χρησιμοποιούμενο, παλαιότερα, στο πλύσιμο ασπρορούχων (μπουγάδα), αλουσιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.