αλιμάριστος


αλιμάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αλιμάριστος ἀ στερητικό + λιμάρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλιμάριστος -η, -ο

✦ όχι λιμαρισμένος, που δεν λειάνθηκε με τη λίμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.