αλιθοβόλητος


αλιθοβόλητος
Προφορά

Ετυμολογία
αλιθοβόλητος ἀ στερητικό + λιθοβολώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλιθοβόλητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν λιθοβολήθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αλιθοβόλητα (Κ αλιθοβολήτως), χωρίς λιθοβόλημα, πετροβόλημα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.