αλιεύς


αλιεύς
Προφορά

Ετυμολογία
αλιεύς αρχαία ελληνική ἁλιεύς

Ερμηνεία
αλιεύς

✦ ο ψαράς, αυτός που αλιεύει θαλασσινά είδη: αλιείς μαργαριταριών
✦ αυτός που επιδιώκει κάτι με επιμονή, θηρευτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.