αλιά
Προφορά
Ετυμολογία
αλιά μεσαιωνική ελληνική ἀλί
Ερμηνεία
αλιά
✦ κ. αλιά επιφώνημα πόνου, λύπης, αλίμονο: Μα αλί αν ξοδέψουμε την πνοή μας (Άγγ. Σικελιανός) – αλιά στον αίτιο (Κ. Βάρναλης)
✦ φρ. αλί και τρισαλί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–