αληταράς


αληταράς
Προφορά

Ετυμολογία
αληταράς μεγεθυντ. του αλήτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αληταράς

✦ μεγάλος αλήτης
✦ ανήθικος, αναιδής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.