αλεύκαστος


αλεύκαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αλεύκαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀλεύκαντος

Ερμηνεία
αλεύκαστος

✦ -η, -ο κ. αλεύκαστος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που δε λευκάνθηκε, που δεν έγινε λευκός

Συνώνυμα

Αντίθετα
λευκασμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.