αλευρού


αλευρού
Προφορά

Ετυμολογία
αλευρού αλεύρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αλευρού

✦ θηλ. αλευρού ο αλευρέμπορος (βλ. λ.)
✦ ο παρασκευαστής αλεύρων, ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.