αλεστικός


αλεστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αλεστικός από το ρ. αλέθω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλεστικός -ή, -ό

✦ χρήσιμος ή κατάλληλος για το άλεσμα
✦ τα αλεστικά ως ουσ., η αμοιβή του μυλωνά για το άλεσμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.