αλασκάριστος


αλασκάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αλασκάριστος ἀ στερητικό + λασκάρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλασκάριστος -η, -ο

✦ που δεν είναι λασκαρισμένος, χαλαρός: αλασκάριστη βίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.