αλαλητός


αλαλητός
Προφορά

Ετυμολογία
αλαλητός αρχαία ελληνική ἀλαλά, πολεμική κραυγή, λ. ονοματοπ.

Ερμηνεία
αλαλητός

✦ αλαλαγμός (βλ. λ.) : αλαλητό πρωτάναφτου πολέμου απλώνεται (Γ. Βλαχογιάννης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.