αλαλία
Προφορά
Ετυμολογία
αλαλία αρχαία ελληνική ἀλαλία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλαλία
✦ έλλειψη λαλιάς, φωνής, απόλυτη σιωπή
✦ αδυναμία στο λόγο, ανικανότητα για ομιλία |(ιατρ.) διαταραχή της ομιλίας, που οφείλεται σε περιφερειακή βλάβη της αρθρώσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–