αλακάπα
Προφορά
Ετυμολογία
αλακάπα └βενετ┘ alla capa (= αντίστροφα)
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ αλακάπα
✦ αντίστροφα, ανάποδα: στέκουν αλακάπα, αν είναι να μπαρκαριστεί κανείς απ’ το λιμάνι (Π. Πρεβελάκης)
✦ φρ. το παίρνω αλακάπα, παρεξηγώ, οργίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–