αλαζόνας
Προφορά
Ετυμολογία
αλαζόνας αρχαία ελληνική ἀλαζών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αλαζόνας
✦ καυχηματίας, που περηφανεύεται για ανύπαρκτες αξίες, φαντασμένος: έπαυσε κάθε υποταγή στους αλαζόνας μονάρχας της Αντιοχείας (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
κομπαστής, υπερόπτης, ψηλομύτης, ξεπαρμένος
Αντίθετα
σεμνός, ταπεινός, μετριόφρων
Επιρρήματα
–