αλαγάριστος


αλαγάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
αλαγάριστος ἀ στερητικό + λαγαρίζω (= κατασταλάζω)

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλαγάριστος -η, -ο

✦ που δε λαγάρισε, δεν καταστάλαξε
(μτφ. ) ο μη διαυγής, θολός
✦ συγκεχυμένος

Συνώνυμα
αδιύλιστος, αφιλτράριστος
Αντίθετα
ξελαγαρισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.