αλίσκομαι


αλίσκομαι
Προφορά

Ετυμολογία
αλίσκομαι αρχαία ελληνική ἁλίσκομαι

Ερμηνεία
ρήμα αλίσκομαι

✦ εύχρ. στον αόρ. αλώθηκα (ηλώθην κ. εάλων) κατακτήθηκα, κυριεύτηκα: εάλω η πόλις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.