αλίγδωτος


αλίγδωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αλίγδωτος ἀ στερητικό + λιγδώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλίγδωτος -η, -ο

✦ αλίγδιαστος (βλ. λ.)
✦ που δεν έφαγε λιπαρή τροφή ιδίως σε περίοδο νηστείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.