αλήτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
αλήτισσα αρχαία ελληνική ἀλήτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αλήτισσα
✦ θηλ. αλήτισσα (Κ αλήτις, -ιδος) ο άνθρωπος του δρόμου, αυτός που περιπλανιέται άστεγος και άεργος
Συνώνυμα
αλάνης, αλανιάρης, μόρτης
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–