αλήστευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αλήστευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀλήστευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλήστευτος -η, -ο
✦ που δε ληστεύτηκε, δε διαρπάχθηκε: αλήστευτος θησαυρός
Συνώνυμα
αλεηλάτητος, αδιαγούμιστος
Αντίθετα
ληστεμένος, λεηλατημένος, διαγουμισμένος
Επιρρήματα
–