αλέτρι
Προφορά
Ετυμολογία
αλέτρι μεσαιωνική ελληνική ἀλέτριν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αλέτρι
✦ το γεωργικό εργαλείο με το οποίο γίνεται το όργωμα της γης: βαρύ τ’ αλέτρι σέρνεται στο βαλτωμένο χώμα (Γ. Δροσίνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–