αλάτι
Προφορά
Ετυμολογία
αλάτι μεταγενέστερη ελληνική ἁλάτιον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική ἁλας -ατος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αλάτι
✦ το χλωριούχο νάτριο χρησιμοποιούμενο ως άρτυμα
✦ ονομασία άλλων παρόμοιων ουσιών
✦ (μτφ. ) απαραίτητο, ζωτικό στοιχείο: το αλάτι της ζωής
✦ φρ. αττικόν άλας, χάρη και λεπτότητα πνεύματος, λεπτή ειρωνεία
✦ φρ. φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, μας συνδέουν στενοί, μακροχρόνιοι δεσμοί φιλίας – τον έκανε τ’ αλατιού, τον έδειρε αλύπητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–