αλάσπωτος


αλάσπωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αλάσπωτος ἀ στερητικό + λασπώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλάσπωτος -η, -ο

✦ που δεν είναι λερωμένος με λάσπες
(μτφ. ) άσπιλος, ανεπίληπτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.