αλάνι


αλάνι
Προφορά

Ετυμολογία
αλάνι └τουρκ┘alan (= πέρασμα μέσα από το δάσος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αλάνι

✦ ανοιχτός χώρος μέσα σε κατοικημένη περιοχή: καβαλικεύανε τα καλογυμνασμένα άτια τους και παραβγαίνανε στ’ αλάνια (Δ. Σωτηρίου)
✦ παιδί του δρόμου, αλητόπαιδο

Συνώνυμα
αγυιόπαιδο, χαμίνι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.