αλάνα


αλάνα
Προφορά

Ετυμολογία
αλάνα └τουρκ┘alan (= πέρασμα μέσα από δάσος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλάνα

✦ ανοιχτός χώρος σε κατοικημένη περιοχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.