αλάθητος


αλάθητος
Προφορά

Ετυμολογία
αλάθητος μεταγενέστερη ελληνική ἀλάθητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλάθητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν κάνει λάθη
✦ αναμάρτητος: ουδείς αλάθητος
✦ το αλάθητο(ν) ως ουσ., η ιδιότητα εκείνου που δε σφάλλει ποτέ: το αλάθητο του πάπα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αλάθητα (Κ αλαθήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.