αλάδωτος


αλάδωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αλάδωτος ἀ στερητικό + λαδώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλάδωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς λάδι
✦ αυτός που δεν έλαβε το άγιο μύρο
(μτφ. ) (για πρόσωπα) που δεν κηλιδώθηκε, δεν δωροδοκήθηκε

Συνώνυμα
αμύρωτος
Αντίθετα
λαδωμένος
Επιρρήματα
αλάδωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.