αλάβωτος


αλάβωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αλάβωτος ἀ στερητικό + λαβώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλάβωτος -η, -ο

✦ αυτός που δε λαβώθηκε

Συνώνυμα
απλήγωτος
Αντίθετα
λαβωμένος, πληγωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.