ακύμαντος


ακύμαντος
Προφορά

Ετυμολογία
ακύμαντος αρχαία ελληνική ἀκύμαντος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακύμαντος -η, -ο

✦ γαλήνιος, που δεν ταράζεται από κύματα: πρωί μέσα στ’ ακύμαντα νερά προς τ’ ακρογιάλι (Κ. Παλαμάς)
(μτφ. ) ήσυχος: ακύμαντη ζωή

Συνώνυμα
ατάραχος, ήρεμος
Αντίθετα
κυματώδης, πολυκύμαντος
Επιρρήματα
ακύμαντα (Κ ακυμάντως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.