ακόνιστος


ακόνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακόνιστος μεσαιωνική ελληνική ἀκονιστός, που με αναβίβαση του τόνου, το α πήρε στερητικό σημ.

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακόνιστος -η, -ο

✦ ο ατρόχιστος, που δεν ακονίστηκε ή δεν μπορεί να ακονισθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.