ακοντιστικός


ακοντιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ακοντιστικός αρχαία ελληνική ἀκοντιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοντιστικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για την ακόντιση
✦ θηλ. ακοντιστική ως ουσ., η τέχνη του ακοντισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.