ακόμη


ακόμη
Προφορά

Ετυμολογία
ακόμη μεσαιωνική ελληνική ἀκόμη

Ερμηνεία
ακόμη

✦ κ. ακόμα επίρρ. 1. με χρονική σημασία δηλώνει: α) ότι μια πράξη συνεχίζεται (σε καταφατικές προτάσεις): κοιμάται ακόμη – ακόμα κάθεται στην άκρη του δρόμου β) ότι μια πράξη πρόκειται ή επρόκειτο να γίνει (σε αρνητικές προτάσεις): ακόμη δε φάνηκε – όταν φτάσαμε, δεν ήταν έτοιμοι ακόμη. 2. με ποσοτική σημασία: α) με αριθμητικά ή επίθ. για να δηλωθεί προσθήκη: πάρε ακόμη δυο χιλιάδες για να σου φθάσουν – δεν πήρες αρκετό, πάρε ακόμη λίγο β) με τον σύνδ. και πριν ή μετά από όνομα για επίταση της έννοιας: ακόμα και οι συγγενείς του αδιαφόρησαν – όλοι θα δώσουν λόγο στη δικαιοσύνη, ακόμη και ο πρωθυπουργός γ) με συγκριτικό επιθ. ή επιρρ. για να δηλωθεί το περισσότερο: έγινε ακόμη αυστηρότερος – όσο μεγαλώνει γίνεται ομορφότερη δ) με τοπικά επιρρ.: ακόμα πάνω – δεξιά (πιο πάνω – πιο δεξιά)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.