ακωκή


ακωκή
Προφορά

Ετυμολογία
ακωκή αρχαία ελληνική ἀκωκή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ακωκή

✦ το ακραίο τμήμα αιχ-μηρού αντικειμένου

Συνώνυμα
αιχμή, κόψη
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.