ακυρωτικός


ακυρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ακυρωτικός ακυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακυρωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ακύρωση, που επιφέρει ή μπορεί να προκαλέσει ακύρωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακυρωτικά (Κ ακυρωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.