ακυνήγητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακυνήγητος ἀ στερητικό + κυνηγώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακυνήγητος -η, -ο
✦ που δεν κυνηγήθηκε, δεν πιάστηκε με κυνήγι
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν τον καταδίωξαν
✦ (μτφ. ) που δεν επιδιώχτηκε με ζήλο και επιμέλεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακυνήγητα