ακυκλοφόρητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακυκλοφόρητος ἀ στερητικό + κυκλοφορώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακυκλοφόρητος -η, -ο
✦ που δεν έχει τεθεί σε κυκλοφορία, που δεν κοινολογήθηκε: ακυκλοφόρητη είδηση
✦ (για έντυπο) που δεν εκδόθηκε
✦ (για χρήματα) που δεν διατέθηκαν για το εμπόριο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακυκλοφόρητα κ.-ήτως