ακτύπητος


ακτύπητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακτύπητος ἀ στερητικό + χτυπώ – κτυπώ

Ερμηνεία
ακτύπητος

✦ κ. ακτύπητος, -η, -ο επίθ. (Κ ακτύπητος, -ος, -ον) που δε χτυπήθηκε
✦ που δε χτυπιέται: αβγό αχτύπητο
(μτφ. ) ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα
χτυπημένος ,χτυπητός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.