ακρόδετος


ακρόδετος
Προφορά

Ετυμολογία
ακρόδετος μεσαιωνική ελληνική ἀκρόδετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακρόδετος -η, -ο

✦ αυτός που έχει δεθεί με άλλον από την άκρη ή από την κορυφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.