ακροτελεύτιος
Προφορά
Ετυμολογία
ακροτελεύτιος αρχαία ελληνική ἀκροτελεύτιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακροτελεύτιος -α, -ο
✦ ο εντελώς τελευταίος, έσχατος: ως την ακροτελεύτια απόκριση του μαντείου στον τραγικό Ιουλιανό (Γ. Σεφέρης)
✦ ουδ. ακροτελεύτιον ως ουσ., το περιοδικά επαναλαμβανόμενο μέρος ποιήματος ή τραγουδιού, επωδός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–