ακροδεξιός
Προφορά
Ετυμολογία
ακροδεξιός άκρον + δεξιά
Ερμηνεία
ακροδεξιός
✦ -ά, -ό επίθ. που ανήκει ή αναφέρεται στην άκρα δεξιά, ο χαρακτηριστικός της άκρας δεξιάς: ακροδεξιές αντιλήψεις
✦ αρσεν. κ. θηλ. ως ουσ., οπαδός της άκρας δεξιάς, δεξιός εξτρεμιστής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–