ακροδέκτης
Προφορά
Ετυμολογία
ακροδέκτης άκρον + δέκτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ακροδέκτης
✦ εξάρτημα από αγώγιμο μέταλλο με το οποίο επιτυγχάνεται, με σχετική ευχέρεια, ταχύτητα και στερεότητα, η ηλεκτρική σύνδεση μηχανών και ηλεκτρικών συσκευών με εξωτερικά κυκλώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–