ακρογωνιαίος


ακρογωνιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
ακρογωνιαίος μεταγενέστερη ελληνική ἀκρογωνιαῖος

Ερμηνεία
ακρογωνιαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) αυτός που βρίσκεται στην άκρη της γωνίας, εκεί όπου συναντιούνται οι πλευρές μιας γωνίας
✦ ακρογωνιαίος λίθος, η πέτρα που τοποθετείται στις γωνίες των τοίχων κατά την οικοδόμηση
(μτφ. ) βάση, στήριγμα

Συνώνυμα
γωνιόλιθος, αγκωνάρι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.