ακρεοφαγία


ακρεοφαγία
Προφορά

Ετυμολογία
ακρεοφαγία ακρεοφάγος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ακρεοφαγία

✦ το να μην τρώει κάποιος κρέας, αποχή από την κρεοφαγία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.