ακρεβάτωτος


ακρεβάτωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακρεβάτωτος ἀ στερητικό + κρεβατώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακρεβάτωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν κρεβατώθηκε, δεν αναγκάστηκε να πέσει στο κρεβάτι εξαιτίας αρρώστιας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακρεβάτωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.