ακρέμαστος


ακρέμαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακρέμαστος ἀ στερητικό + κρεμαστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακρέμαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν κρεμάστηκε ή δύσκολα κρεμιέται από κάπου: τα ρούχα μένουν ακρέμαστα δυο μέρες τώρα
✦ αυτός που δεν θανατώθηκε με απαγχονισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.