ακούραστος


ακούραστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακούραστος ἀ στερητικό + κουράζομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακούραστος -η, -ο

✦ ακαταπόνητος, που δεν κουράζεται

Συνώνυμα
ακάματος, άοκνος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ακούραστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.