ακουτσομπόλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακουτσομπόλευτος ἀ στερητικό + κουτσομπολεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακουτσομπόλευτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν τον κουτσομπόλεψαν, του οποίου δεν σχολίασαν τη συμπεριφορά ή τα παθήματα
Συνώνυμα
ασχολίαστος, ακακολόγητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–