ακουστότητα


ακουστότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ακουστότητα ακουστός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ακουστότητα

✦ (φυσ.) η ιδιότητα του ήχου να διεγείρει το αισθητήριο της ακοής και να καθορίζει το μέγεθος του παραγομένου ακουστικού αισθήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.